- μιλτόχρως
- μιλτό-χρως, χρωτος,A red,
σκέλη Ezek.Exag.259
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκέλη Ezek.Exag.259
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μιλτόχρως — μιλτόχρως, ωτος, ὁ (Α) κόκκινος, ερυθρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίλτος + χρώς, χρωτός «χρώμα»] … Dictionary of Greek